- σκούρος
- foncé
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
σκούρος — α, ο, Ν 1. αμαυρός, σκοτεινόχρωμος, μαυρειδερός, μουντός (α. «σκούρα μαλλιά» β. «τή ζωγράφισε σε σκούρο φόντο»·) 2. μτφ. δυσχερής, δύσκολος («είναι πολύ σκούρα τα πράγματα») 3. το ουδ. ως ουσ. το σκούρο εξωτερικό φύλλο παραθύρου 4. φρ. «τά βρίσκω … Dictionary of Greek
σκούρος — η, ο (λ. ιταλ.) 1. σκοτεινόχρωμος: Έχει σκούρα μάτια. – Έφτιαξε ένα σκούρο κοστούμι. 2. φρ., «Τα βρήκα σκούρα», αντιμετώπισα δυσκολίες· «Βλέπω σκούρα τα πράγματα», η κατάσταση εγκυμονεί κινδύνους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυανός — ή ό και κυανούς, ή, ούν (AM κυανοῡς, ή, οῡν και κυάνεος, έα, ον) νεοελλ. 1. αυτός που έχει το χρώμα τού ουρανού, ουρανής, θαλασσής, γαλάζιος 2. το ουδ. ως ουσ. το κυανό ή κυανούν α) το χρώμα τού ουρανού, γαλάζιο β) χρωστική ουσία με βαθυγάλανο… … Dictionary of Greek
σκουραίνω — Ν [σκούρος] 1. κάνω κάτι σκούρο, τού δίνω σκούρο χρώμα 2. γίνομαι σκούρος, σκοτεινόχρωμος, μαυρειδερός (α. «το ασήμι σκουραίνει σιγά σιγά» β. «ο ουρανός άρχισε να σκουραίνει») 3. μτφ. εξελίσσομαι άσχημα, πάω προς το χειρότερο, επιδεινώνομαι… … Dictionary of Greek
σκουροφέρνω — Ν φαίνομαι σκούρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκούρος + φέρνω (πρβλ. μικρο φέρνω)] … Dictionary of Greek
Αιθίοπας — ο (θηλ. ισσα και ίδα) (Α αρσ. και θηλ. Αἰθίοψ, θηλ. και Αἰθιοπίς και αργότερα Αἰθιόπισσα) αυτός που κατάγεται από την Αιθιοπία ή διαμένει εκεί αρχ. επίσης ηλιοκαμένος, αυτός που έχει μαύρο πρόσωπο, που ανήκει δηλ. στη μαύρη φυλή, νέγρος, αράπης… … Dictionary of Greek
άσκιος — ἄσκιος, ον (Α) [σκιά] 1. αυτός που δεν έχει σκιά, που δεν πέφτει επάνω του σκιά 2. εκείνος που είναι πολύ σκιερός, ο κατάσκιος (από τα δέντρα) 3. (για χρώμα) ο σκούρος, ο σκοτεινός … Dictionary of Greek
αίθοψ — αἶθοψ ( οπος), ο, η (Α) 1. ο όμοιος με φωτιά, πυρώδης, πύρινος 2. (για μέταλλα) αστραφτερός, λαμπερός 3. (για κρασί) σπινθηροβόλος ή αφρώδης 4. (για καπνό) ο ανάμικτος με φλόγες 5. σκοτεινός, σκούρος 6. ορμητικός, βίαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθω ή… … Dictionary of Greek
αμολγός — ἀμολγός, ο (Α) νεοελλ. νυχτερινό άρμεγμα (Παπαδιαμ. Γ 339) αρχ. 1. στον Όμηρο πάντοτε στη φρ. «νυκτός ἀμολγῷ», στη μέση, στην καρδιά τής νύχτας λέγεται επίσης για το λυκαυγές, όταν φαίνεται η Αφροδίτη, ή για το λυκόφως, όταν ανατέλλει το… … Dictionary of Greek
ανοιχτός — ή, ό (AM ἀνοικτός, ή, όν) ο ανοιγμένος, αυτός που δεν είναι κλειστός νεοελλ. 1. ο ελεύθερος, ο δίχως εμπόδιο 2. ο πλατύς ή αυτός που έχει πλατύ ορίζοντα 3. (για καταστήματα, υπηρεσίες) αυτός που βρίσκεται σε λειτουργία, που δεν αργεί 4. (για… … Dictionary of Greek
βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… … Dictionary of Greek